-
1 Content
v. trans.Be contented: see be content, under content, adj.——————adj.Pleased: P. and V. ἡδύς.He wasn't content with this ( he went further than this): P. οὐκ ἀπέχρησεν αὐτῷ τοῦτο (Dem. 520).Be content with, v.: P. and V. στέργειν (acc. or dat.), P. ἀγαπᾶν (acc. or dat.), V. αἰνεῖν (acc.), ἡδέως ἔχειν (acc.).One must be content if...: P. ἀγαπητόν ἐστιν εἰ...——————subs.Goad temper: P. εὐκολία.Comfort: P. εὐπάθεια, ἡ; see also Happiness.To one's heart's content, satisfactorily: P. and V. κατὰ γνώμην, P. κατὰ νοῦν.Contents, what is in a thing: P. and V. τὰ ἐνόντα.Of a letter: P. and V. τἀγγεγραμμένα.The contents of the letter were as follows: P. ἐνεγέγραπτο τάδε ἐν αὐτῇ (τῇ ἐπιστολῇ) (Thuc. 1, 128).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Content
См. также в других словарях:
ἐνόντα — ἐν εἰμί sum pres part act masc acc sg ἐν εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόντ' — ἐνόντα , ἐν εἰμί sum pres part act masc acc sg ἐνόντα , ἐν εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc pl ἐνόντι , ἐν εἰμί sum pres part act masc/neut dat sg ἐνόντε , ἐν εἰμί sum pres part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενόν — το (AM ἐνόν) (ουδ. μτχ. τού ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.) 1. δυνατόν («κατά το ενόν») 2. στον πληθ. τα ενόντα τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» απ όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα) αρχ. τὰ ἐνόντα 1. φορτίο ή… … Dictionary of Greek
τἀνόντα — ἀνόντα , ἀνά εἰμί sum pres part act masc acc sg ἀνόντα , ἀνά εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc pl ἐνόντα , ἐν εἰμί sum pres part act masc acc sg ἐνόντα , ἐν εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… … Dictionary of Greek
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek